συγχρηματίζειν

συγχρηματίζειν
συγχρηματίζω
to be associated with
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγχρηματίζω — Α 1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.) 2. ενεργώ από κοινού με άλλον 3. έχω ίδιο όνομα με άλλον 4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”